κοψίδι

κοψίδι
το кусочки мяса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοψίδι" в других словарях:

  • κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • κοψίδι — το μικρό κομμάτι που κόπηκε, απόκομμα, μικρό άχρηστο κομμάτι από πανί ή τομάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίστυλλον — μίστυλλον, τὸ (Α) τεμάχιο κρέατος, κοψίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μιστύλλω «κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περίκομμα — το, ΝΑ [περικόπτω] 1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα 2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι 3. περικοπή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»